Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀφεκτέον
ἀφεκτέος
ἀφεκτικός
ἀφέλεια
ἀφελής
ἀφελκόω
ἀφέλκυσις
ἀφελκυστέον
ἀφέλκω
ἀφέλκωσις
ἀφελληνίζω
ἀφελόζωος
ἀφελότης
ἄφεμα
ἀφενάκιστος
ἄφενος
ἄφεξις
ἀφέργω
ἀφερεπονία
ἀφερέπονος
ἄφερκτος
View word page
ἀφελληνίζω
hellenize
ShortDef
hellenize
Debugging
Headword:
ἀφελληνίζω
Headword (normalized):
ἀφελληνίζω
Headword (normalized/stripped):
αφελληνιζω
IDX:
15830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15831
Key:
Data
{'content': 'hellenize'}