Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀφεδριατεύοντες
ἄφεδρος
ἀφεδρών
Ἀφείδας
ἀφειδέω
ἀφειδής
ἀφειδία
ἀφεκάς
ἀφεκτέον
ἀφεκτέος
ἀφεκτικός
ἀφέλεια
ἀφελής
ἀφελκόω
ἀφέλκυσις
ἀφελκυστέον
ἀφέλκω
ἀφέλκωσις
ἀφελληνίζω
ἀφελόζωος
ἀφελότης
View word page
ἀφεκτικός
abstemious
ShortDef
abstemious
Debugging
Headword:
ἀφεκτικός
Headword (normalized):
ἀφεκτικός
Headword (normalized/stripped):
αφεκτικος
IDX:
15822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15823
Key:
Data
{'content': 'abstemious'}