Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁφάω
ἀφέγγεια
ἀφεγγής
ἀφέδιτος
ἀφεδρεία
ἀφεδριατεύοντες
ἄφεδρος
ἀφεδρών
Ἀφείδας
ἀφειδέω
ἀφειδής
ἀφειδία
ἀφεκάς
ἀφεκτέον
ἀφεκτέος
ἀφεκτικός
ἀφέλεια
ἀφελής
ἀφελκόω
ἀφέλκυσις
ἀφελκυστέον
View word page
ἀφειδής
unsparing
ShortDef
unsparing
Debugging
Headword:
ἀφειδής
Headword (normalized):
ἀφειδής
Headword (normalized/stripped):
αφειδης
IDX:
15817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15818
Key:
Data
{'content': 'unsparing'}