Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφαυρότης
ἀφαυρόω
ἀφαύω
ἁφάω
ἀφέγγεια
ἀφεγγής
ἀφέδιτος
ἀφεδρεία
ἀφεδριατεύοντες
ἄφεδρος
ἀφεδρών
Ἀφείδας
ἀφειδέω
ἀφειδής
ἀφειδία
ἀφεκάς
ἀφεκτέον
ἀφεκτέος
ἀφεκτικός
ἀφέλεια
ἀφελής
View word page
ἀφεδρών
a privy

ShortDef

a privy

Debugging

Headword:
ἀφεδρών
Headword (normalized):
ἀφεδρών
Headword (normalized/stripped):
αφεδρων
IDX:
15814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15815
Key:

Data

{'content': 'a privy'}