Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀφαυρός
ἀφαυρότης
ἀφαυρόω
ἀφαύω
ἁφάω
ἀφέγγεια
ἀφεγγής
ἀφέδιτος
ἀφεδρεία
ἀφεδριατεύοντες
ἄφεδρος
ἀφεδρών
Ἀφείδας
ἀφειδέω
ἀφειδής
ἀφειδία
ἀφεκάς
ἀφεκτέον
ἀφεκτέος
ἀφεκτικός
ἀφέλεια
View word page
ἄφεδρος
menses muliebres
ShortDef
menses muliebres
Debugging
Headword:
ἄφεδρος
Headword (normalized):
ἄφεδρος
Headword (normalized/stripped):
αφεδρος
IDX:
15813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15814
Key:
Data
{'content': 'menses muliebres'}