Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφαρόζωμος
ἀφαρπαγή
ἀφαρπάζω
ἀφάρτερος
ἀφάρωτος
ἀφασία
ἀφάσσω
ἄφατος
ἀφαυαίνω
ἀφαυρός
ἀφαυρότης
ἀφαυρόω
ἀφαύω
ἁφάω
ἀφέγγεια
ἀφεγγής
ἀφέδιτος
ἀφεδρεία
ἀφεδριατεύοντες
ἄφεδρος
ἀφεδρών
View word page
ἀφαυρότης
feebleness

ShortDef

feebleness

Debugging

Headword:
ἀφαυρότης
Headword (normalized):
ἀφαυρότης
Headword (normalized/stripped):
αφαυροτης
IDX:
15804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15805
Key:

Data

{'content': 'feebleness'}