Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀφαρμόζω
ἀφαρόζωμος
ἀφαρπαγή
ἀφαρπάζω
ἀφάρτερος
ἀφάρωτος
ἀφασία
ἀφάσσω
ἄφατος
ἀφαυαίνω
ἀφαυρός
ἀφαυρότης
ἀφαυρόω
ἀφαύω
ἁφάω
ἀφέγγεια
ἀφεγγής
ἀφέδιτος
ἀφεδρεία
ἀφεδριατεύοντες
ἄφεδρος
View word page
ἀφαυρός
feeble, powerless
ShortDef
feeble, powerless
Debugging
Headword:
ἀφαυρός
Headword (normalized):
ἀφαυρός
Headword (normalized/stripped):
αφαυρος
IDX:
15803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15804
Key:
Data
{'content': 'feeble, powerless'}