Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφαρητίδαι
ἀφάρκη
ἀφαρμάκευτος
ἀφάρμακος
ἀφάρμακτος
ἀφαρμόζω
ἀφαρόζωμος
ἀφαρπαγή
ἀφαρπάζω
ἀφάρτερος
ἀφάρωτος
ἀφασία
ἀφάσσω
ἄφατος
ἀφαυαίνω
ἀφαυρός
ἀφαυρότης
ἀφαυρόω
ἀφαύω
ἁφάω
ἀφέγγεια
View word page
ἀφάρωτος
unploughed, untilled

ShortDef

unploughed, untilled

Debugging

Headword:
ἀφάρωτος
Headword (normalized):
ἀφάρωτος
Headword (normalized/stripped):
αφαρωτος
IDX:
15798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15799
Key:

Data

{'content': 'unploughed, untilled'}