Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀφαρεύς
ἀφαρής
ἀφαρητίδαι
ἀφάρκη
ἀφαρμάκευτος
ἀφάρμακος
ἀφάρμακτος
ἀφαρμόζω
ἀφαρόζωμος
ἀφαρπαγή
ἀφαρπάζω
ἀφάρτερος
ἀφάρωτος
ἀφασία
ἀφάσσω
ἄφατος
ἀφαυαίνω
ἀφαυρός
ἀφαυρότης
ἀφαυρόω
ἀφαύω
View word page
ἀφαρπάζω
to tear off
ShortDef
to tear off
Debugging
Headword:
ἀφαρπάζω
Headword (normalized):
ἀφαρπάζω
Headword (normalized/stripped):
αφαρπαζω
IDX:
15796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15797
Key:
Data
{'content': 'to tear off'}