Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀφαρεύς
ἀφαρεύς
ἀφαρής
ἀφαρητίδαι
ἀφάρκη
ἀφαρμάκευτος
ἀφάρμακος
ἀφάρμακτος
ἀφαρμόζω
ἀφαρόζωμος
ἀφαρπαγή
ἀφαρπάζω
ἀφάρτερος
ἀφάρωτος
ἀφασία
ἀφάσσω
ἄφατος
ἀφαυαίνω
ἀφαυρός
ἀφαυρότης
ἀφαυρόω
View word page
ἀφαρπαγή
abreptio

ShortDef

abreptio

Debugging

Headword:
ἀφαρπαγή
Headword (normalized):
ἀφαρπαγή
Headword (normalized/stripped):
αφαρπαγη
IDX:
15795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15796
Key:

Data

{'content': 'abreptio'}