Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄφαρ
Ἀφαρεύς
ἀφαρεύς
ἀφαρής
ἀφαρητίδαι
ἀφάρκη
ἀφαρμάκευτος
ἀφάρμακος
ἀφάρμακτος
ἀφαρμόζω
ἀφαρόζωμος
ἀφαρπαγή
ἀφαρπάζω
ἀφάρτερος
ἀφάρωτος
ἀφασία
ἀφάσσω
ἄφατος
ἀφαυαίνω
ἀφαυρός
ἀφαυρότης
View word page
ἀφαρόζωμος
improvised
ShortDef
improvised
Debugging
Headword:
ἀφαρόζωμος
Headword (normalized):
ἀφαρόζωμος
Headword (normalized/stripped):
αφαροζωμος
IDX:
15794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15795
Key:
Data
{'content': 'improvised'}