Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφαπτέον
ἀφάπτω
ἄφαρ
Ἀφαρεύς
ἀφαρεύς
ἀφαρής
ἀφαρητίδαι
ἀφάρκη
ἀφαρμάκευτος
ἀφάρμακος
ἀφάρμακτος
ἀφαρμόζω
ἀφαρόζωμος
ἀφαρπαγή
ἀφαρπάζω
ἀφάρτερος
ἀφάρωτος
ἀφασία
ἀφάσσω
ἄφατος
ἀφαυαίνω
View word page
ἀφάρμακτος
unanointed

ShortDef

unanointed

Debugging

Headword:
ἀφάρμακτος
Headword (normalized):
ἀφάρμακτος
Headword (normalized/stripped):
αφαρμακτος
IDX:
15792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15793
Key:

Data

{'content': 'unanointed'}