Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀφαντόω
ἀφάπαξ
ἀφαπτέον
ἀφάπτω
ἄφαρ
Ἀφαρεύς
ἀφαρεύς
ἀφαρής
ἀφαρητίδαι
ἀφάρκη
ἀφαρμάκευτος
ἀφάρμακος
ἀφάρμακτος
ἀφαρμόζω
ἀφαρόζωμος
ἀφαρπαγή
ἀφαρπάζω
ἀφάρτερος
ἀφάρωτος
ἀφασία
ἀφάσσω
View word page
ἀφαρμάκευτος
without medicine, not physicked
ShortDef
without medicine, not physicked
Debugging
Headword:
ἀφαρμάκευτος
Headword (normalized):
ἀφαρμάκευτος
Headword (normalized/stripped):
αφαρμακευτος
IDX:
15790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15791
Key:
Data
{'content': 'without medicine, not physicked'}