Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφαντασίαστος
ἀφαντασίωτος
ἀφάνταστος
ἀφαντικά
ἄφαντος
ἀφαντόω
ἀφάπαξ
ἀφαπτέον
ἀφάπτω
ἄφαρ
Ἀφαρεύς
ἀφαρεύς
ἀφαρής
ἀφαρητίδαι
ἀφάρκη
ἀφαρμάκευτος
ἀφάρμακος
ἀφάρμακτος
ἀφαρμόζω
ἀφαρόζωμος
ἀφαρπαγή
View word page
Ἀφαρεύς
a Greek, son of Calētor

ShortDef

a Greek, son of Calētor
belly-fin of female tunny

Debugging

Headword:
Ἀφαρεύς
Headword (normalized):
ἀφαρεύς
Headword (normalized/stripped):
αφαρευς
IDX:
15785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15786
Key:

Data

{'content': 'a Greek, son of Calētor'}