Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφανιστέος
ἀφανιστής
ἀφαντασίαστος
ἀφαντασίωτος
ἀφάνταστος
ἀφαντικά
ἄφαντος
ἀφαντόω
ἀφάπαξ
ἀφαπτέον
ἀφάπτω
ἄφαρ
Ἀφαρεύς
ἀφαρεύς
ἀφαρής
ἀφαρητίδαι
ἀφάρκη
ἀφαρμάκευτος
ἀφάρμακος
ἀφάρμακτος
ἀφαρμόζω
View word page
ἀφάπτω
to fasten from

ShortDef

to fasten from

Debugging

Headword:
ἀφάπτω
Headword (normalized):
ἀφάπτω
Headword (normalized/stripped):
αφαπτω
IDX:
15783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15784
Key:

Data

{'content': 'to fasten from'}