Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφανίζω
ἀφάνισις
ἀφανισμός
ἀφανιστέος
ἀφανιστής
ἀφαντασίαστος
ἀφαντασίωτος
ἀφάνταστος
ἀφαντικά
ἄφαντος
ἀφαντόω
ἀφάπαξ
ἀφαπτέον
ἀφάπτω
ἄφαρ
Ἀφαρεύς
ἀφαρεύς
ἀφαρής
ἀφαρητίδαι
ἀφάρκη
ἀφαρμάκευτος
View word page
ἀφαντόω
make

ShortDef

make

Debugging

Headword:
ἀφαντόω
Headword (normalized):
ἀφαντόω
Headword (normalized/stripped):
αφαντοω
IDX:
15780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15781
Key:

Data

{'content': 'make'}