Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀζυγής
ἄζυγος
ἄζυμος
ἄζυξ
ἅζω
ἄζω
ἄζω2
ἀζωΐα
ἄζωνος
ἄζωος
ἄζωστος
ἀηδέω
ἀηδής
ἀηδία
ἀηδίζω
ἀηδισμός
ἀηδονία
ἀηδονιδεύς
ἀηδόνιος
ἀηδονίς
ἀηδοποιός
View word page
ἄζωστος
ungirt
ShortDef
ungirt
Debugging
Headword:
ἄζωστος
Headword (normalized):
ἄζωστος
Headword (normalized/stripped):
αζωστος
IDX:
1577
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1578
Key:
Data
{'content': 'ungirt'}