Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφάλλομαι
ἀφαλμός
ἄφαλος
ἄφαλσις
ἄφαλτος
ἀφαμαρτάνω
ἀφαμαρτοεπής
Ἀφαμιῶται
ἀφαμματίζω
ἀφανδάνω
ἀφανεί
ἀφάνεια
ἀφανέω
ἀφανής
ἀφανίζω
ἀφάνισις
ἀφανισμός
ἀφανιστέος
ἀφανιστής
ἀφαντασίαστος
ἀφαντασίωτος
View word page
ἀφανεί
invisibly, obscurely

ShortDef

invisibly, obscurely

Debugging

Headword:
ἀφανεί
Headword (normalized):
ἀφανεί
Headword (normalized/stripped):
αφανει
IDX:
15766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15767
Key:

Data

{'content': 'invisibly, obscurely'}