Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἅφαιστος
ἀφάκη
ἀφάλλομαι
ἀφαλμός
ἄφαλος
ἄφαλσις
ἄφαλτος
ἀφαμαρτάνω
ἀφαμαρτοεπής
Ἀφαμιῶται
ἀφαμματίζω
ἀφανδάνω
ἀφανεί
ἀφάνεια
ἀφανέω
ἀφανής
ἀφανίζω
ἀφάνισις
ἀφανισμός
ἀφανιστέος
ἀφανιστής
View word page
ἀφαμματίζω
fasten off

ShortDef

fasten off

Debugging

Headword:
ἀφαμματίζω
Headword (normalized):
ἀφαμματίζω
Headword (normalized/stripped):
αφαμματιζω
IDX:
15764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15765
Key:

Data

{'content': 'fasten off'}