Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφαιρετέος
ἀφαιρετέω
ἀφαιρέτης
ἀφαιρετικός
ἀφαιρέτις
ἀφαιρετός
ἀφαιρέω
ἀφαιρηματικῶς
Ἅφαιστος
ἀφάκη
ἀφάλλομαι
ἀφαλμός
ἄφαλος
ἄφαλσις
ἄφαλτος
ἀφαμαρτάνω
ἀφαμαρτοεπής
Ἀφαμιῶται
ἀφαμματίζω
ἀφανδάνω
ἀφανεί
View word page
ἀφάλλομαι
to spring off

ShortDef

to spring off

Debugging

Headword:
ἀφάλλομαι
Headword (normalized):
ἀφάλλομαι
Headword (normalized/stripped):
αφαλλομαι
IDX:
15756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15757
Key:

Data

{'content': 'to spring off'}