Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφαίρεμα
ἀφαίρεσις
ἀφαιρετέον
ἀφαιρετέος
ἀφαιρετέω
ἀφαιρέτης
ἀφαιρετικός
ἀφαιρέτις
ἀφαιρετός
ἀφαιρέω
ἀφαιρηματικῶς
Ἅφαιστος
ἀφάκη
ἀφάλλομαι
ἀφαλμός
ἄφαλος
ἄφαλσις
ἄφαλτος
ἀφαμαρτάνω
ἀφαμαρτοεπής
Ἀφαμιῶται
View word page
ἀφαιρηματικῶς
abstractly

ShortDef

abstractly

Debugging

Headword:
ἀφαιρηματικῶς
Headword (normalized):
ἀφαιρηματικῶς
Headword (normalized/stripped):
αφαιρηματικως
IDX:
15753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15754
Key:

Data

{'content': 'abstractly'}