Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφαίμαξις
ἀφαιμάσσω
ἀφαίρεμα
ἀφαίρεσις
ἀφαιρετέον
ἀφαιρετέος
ἀφαιρετέω
ἀφαιρέτης
ἀφαιρετικός
ἀφαιρέτις
ἀφαιρετός
ἀφαιρέω
ἀφαιρηματικῶς
Ἅφαιστος
ἀφάκη
ἀφάλλομαι
ἀφαλμός
ἄφαλος
ἄφαλσις
ἄφαλτος
ἀφαμαρτάνω
View word page
ἀφαιρετός
to be taken away, separable

ShortDef

to be taken away, separable

Debugging

Headword:
ἀφαιρετός
Headword (normalized):
ἀφαιρετός
Headword (normalized/stripped):
αφαιρετος
IDX:
15751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15752
Key:

Data

{'content': 'to be taken away, separable'}