Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφαδία
ἄφαδος
ἀφαδρύνομαι
ἀφαίμαξις
ἀφαιμάσσω
ἀφαίρεμα
ἀφαίρεσις
ἀφαιρετέον
ἀφαιρετέος
ἀφαιρετέω
ἀφαιρέτης
ἀφαιρετικός
ἀφαιρέτις
ἀφαιρετός
ἀφαιρέω
ἀφαιρηματικῶς
Ἅφαιστος
ἀφάκη
ἀφάλλομαι
ἀφαλμός
ἄφαλος
View word page
ἀφαιρέτης
one who deprives

ShortDef

one who deprives

Debugging

Headword:
ἀφαιρέτης
Headword (normalized):
ἀφαιρέτης
Headword (normalized/stripped):
αφαιρετης
IDX:
15748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15749
Key:

Data

{'content': 'one who deprives'}