Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφαγνίζω
ἀφαγνισμός
ἀφαδία
ἄφαδος
ἀφαδρύνομαι
ἀφαίμαξις
ἀφαιμάσσω
ἀφαίρεμα
ἀφαίρεσις
ἀφαιρετέον
ἀφαιρετέος
ἀφαιρετέω
ἀφαιρέτης
ἀφαιρετικός
ἀφαιρέτις
ἀφαιρετός
ἀφαιρέω
ἀφαιρηματικῶς
Ἅφαιστος
ἀφάκη
ἀφάλλομαι
View word page
ἀφαιρετέος
one must take away

ShortDef

one must take away

Debugging

Headword:
ἀφαιρετέος
Headword (normalized):
ἀφαιρετέος
Headword (normalized/stripped):
αφαιρετεος
IDX:
15746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15747
Key:

Data

{'content': 'one must take away'}