Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αὔχμωσις
αὔω
αὔω2
ἀφάβρωμα
ἀφαγιστεύω
ἀφαγνίζω
ἀφαγνισμός
ἀφαδία
ἄφαδος
ἀφαδρύνομαι
ἀφαίμαξις
ἀφαιμάσσω
ἀφαίρεμα
ἀφαίρεσις
ἀφαιρετέον
ἀφαιρετέος
ἀφαιρετέω
ἀφαιρέτης
ἀφαιρετικός
ἀφαιρέτις
ἀφαιρετός
View word page
ἀφαίμαξις
bleeding
ShortDef
bleeding
Debugging
Headword:
ἀφαίμαξις
Headword (normalized):
ἀφαίμαξις
Headword (normalized/stripped):
αφαιμαξις
IDX:
15741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15742
Key:
Data
{'content': 'bleeding'}