Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐχμώδης
αὔχμωσις
αὔω
αὔω2
ἀφάβρωμα
ἀφαγιστεύω
ἀφαγνίζω
ἀφαγνισμός
ἀφαδία
ἄφαδος
ἀφαδρύνομαι
ἀφαίμαξις
ἀφαιμάσσω
ἀφαίρεμα
ἀφαίρεσις
ἀφαιρετέον
ἀφαιρετέος
ἀφαιρετέω
ἀφαιρέτης
ἀφαιρετικός
ἀφαιρέτις
View word page
ἀφαδρύνομαι
mature, ripen

ShortDef

mature, ripen

Debugging

Headword:
ἀφαδρύνομαι
Headword (normalized):
ἀφαδρύνομαι
Headword (normalized/stripped):
αφαδρυνομαι
IDX:
15740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15741
Key:

Data

{'content': 'mature, ripen'}