Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐχμηροκόμης
αὐχμηρός
αὐχμηρότης
αὐχμός
αὐχμώδης
αὔχμωσις
αὔω
αὔω2
ἀφάβρωμα
ἀφαγιστεύω
ἀφαγνίζω
ἀφαγνισμός
ἀφαδία
ἄφαδος
ἀφαδρύνομαι
ἀφαίμαξις
ἀφαιμάσσω
ἀφαίρεμα
ἀφαίρεσις
ἀφαιρετέον
ἀφαιρετέος
View word page
ἀφαγνίζω
to purify

ShortDef

to purify

Debugging

Headword:
ἀφαγνίζω
Headword (normalized):
ἀφαγνίζω
Headword (normalized/stripped):
αφαγνιζω
IDX:
15736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15737
Key:

Data

{'content': 'to purify'}