Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐχμέω
αὐχμηρόβιος
αὐχμηροκόμης
αὐχμηρός
αὐχμηρότης
αὐχμός
αὐχμώδης
αὔχμωσις
αὔω
αὔω2
ἀφάβρωμα
ἀφαγιστεύω
ἀφαγνίζω
ἀφαγνισμός
ἀφαδία
ἄφαδος
ἀφαδρύνομαι
ἀφαίμαξις
ἀφαιμάσσω
ἀφαίρεμα
ἀφαίρεσις
View word page
ἀφάβρωμα
woman's garment

ShortDef

woman's garment

Debugging

Headword:
ἀφάβρωμα
Headword (normalized):
ἀφάβρωμα
Headword (normalized/stripped):
αφαβρωμα
IDX:
15734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15735
Key:

Data

{'content': "woman's garment"}