Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐχενιστήρ
αὐχέω
αὔχη
αὐχήεις
αὔχημα
αὐχηματίας
αὐχήν
αὔχησις
αὐχητής
αὐχμέω
αὐχμηρόβιος
αὐχμηροκόμης
αὐχμηρός
αὐχμηρότης
αὐχμός
αὐχμώδης
αὔχμωσις
αὔω
αὔω2
ἀφάβρωμα
ἀφαγιστεύω
View word page
αὐχμηρόβιος
squalid, sordid

ShortDef

squalid, sordid

Debugging

Headword:
αὐχμηρόβιος
Headword (normalized):
αὐχμηρόβιος
Headword (normalized/stripped):
αυχμηροβιος
IDX:
15725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15726
Key:

Data

{'content': 'squalid, sordid'}