Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αὐτόχρυσος
αὐτόχυτος
αὐτοχωρέω
αὐτοψεί
αὐτοψία
αὐτοψυχή
αὐτωνητής
αὐτώρης
αὔτως
αὔχα
αὐχαλέος
αὐχενίας
αὐχενίζω
αὐχένιος
αὐχενιστήρ
αὐχέω
αὔχη
αὐχήεις
αὔχημα
αὐχηματίας
αὐχήν
View word page
αὐχαλέος
boastful
ShortDef
boastful
Debugging
Headword:
αὐχαλέος
Headword (normalized):
αὐχαλέος
Headword (normalized/stripped):
αυχαλεος
IDX:
15711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15712
Key:
Data
{'content': 'boastful'}