Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐτοχορήγητος
αὐτοχόωνος
αὐτόχρημα
αὐτόχρονος
αὐτόχροος
αὐτόχρυσος
αὐτόχυτος
αὐτοχωρέω
αὐτοψεί
αὐτοψία
αὐτοψυχή
αὐτωνητής
αὐτώρης
αὔτως
αὔχα
αὐχαλέος
αὐχενίας
αὐχενίζω
αὐχένιος
αὐχενιστήρ
αὐχέω
View word page
αὐτοψυχή
absolute soul

ShortDef

absolute soul

Debugging

Headword:
αὐτοψυχή
Headword (normalized):
αὐτοψυχή
Headword (normalized/stripped):
αυτοψυχη
IDX:
15706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15707
Key:

Data

{'content': 'absolute soul'}