Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐτόχθων
αὐτοχόλωτος
αὐτοχορήγητος
αὐτοχόωνος
αὐτόχρημα
αὐτόχρονος
αὐτόχροος
αὐτόχρυσος
αὐτόχυτος
αὐτοχωρέω
αὐτοψεί
αὐτοψία
αὐτοψυχή
αὐτωνητής
αὐτώρης
αὔτως
αὔχα
αὐχαλέος
αὐχενίας
αὐχενίζω
αὐχένιος
View word page
αὐτοψεί
with one's own eyes

ShortDef

with one's own eyes

Debugging

Headword:
αὐτοψεί
Headword (normalized):
αὐτοψεί
Headword (normalized/stripped):
αυτοψει
IDX:
15704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15705
Key:

Data

{'content': "with one's own eyes"}