Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αὐτόφως
αὐτοχάρακτος
αὐτόχαρις
αὐτοχειλής
αὐτόχειρ
αὐτοχειρί
αὐτοχειρία
αὐτοχειρίζω
αὐτοχειροτόνητος
αὐτόχθονος
αὐτόχθων
αὐτοχόλωτος
αὐτοχορήγητος
αὐτοχόωνος
αὐτόχρημα
αὐτόχρονος
αὐτόχροος
αὐτόχρυσος
αὐτόχυτος
αὐτοχωρέω
αὐτοψεί
View word page
αὐτόχθων
sprung from the land itself
ShortDef
sprung from the land itself
Debugging
Headword:
αὐτόχθων
Headword (normalized):
αὐτόχθων
Headword (normalized/stripped):
αυτοχθων
IDX:
15694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15695
Key:
Data
{'content': 'sprung from the land itself'}