Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αὐτότυπος
αὐτοῦ
αὐτοϋγίεια
αὐτουδέτερος
αὐτοΰδωρ
αὐτουργέω
αὐτούργημα
αὐτούργητος
αὐτουργία
αὐτουργικός
αὐτουργός
αὐτοφάγος
αὐτοφανής
αὐτόφι
αὐτοφίλαυτος
αὐτόφλοιος
αὐτοφόνευτος
Αὐτόφονος
αὐτοφόνος
αὐτοφόντης
αὐτοφόρητος
View word page
αὐτουργός
self-working
ShortDef
self-working
Debugging
Headword:
αὐτουργός
Headword (normalized):
αὐτουργός
Headword (normalized/stripped):
αυτουργος
IDX:
15664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15665
Key:
Data
{'content': 'self-working'}