Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐτοτροπήσας
αὐτότυπος
αὐτοῦ
αὐτοϋγίεια
αὐτουδέτερος
αὐτοΰδωρ
αὐτουργέω
αὐτούργημα
αὐτούργητος
αὐτουργία
αὐτουργικός
αὐτουργός
αὐτοφάγος
αὐτοφανής
αὐτόφι
αὐτοφίλαυτος
αὐτόφλοιος
αὐτοφόνευτος
Αὐτόφονος
αὐτοφόνος
αὐτοφόντης
View word page
αὐτουργικός
willing

ShortDef

willing

Debugging

Headword:
αὐτουργικός
Headword (normalized):
αὐτουργικός
Headword (normalized/stripped):
αυτουργικος
IDX:
15663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15664
Key:

Data

{'content': 'willing'}