Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐτοτρίγωνον
αὐτοτροπήσας
αὐτότυπος
αὐτοῦ
αὐτοϋγίεια
αὐτουδέτερος
αὐτοΰδωρ
αὐτουργέω
αὐτούργημα
αὐτούργητος
αὐτουργία
αὐτουργικός
αὐτουργός
αὐτοφάγος
αὐτοφανής
αὐτόφι
αὐτοφίλαυτος
αὐτόφλοιος
αὐτοφόνευτος
Αὐτόφονος
αὐτοφόνος
View word page
αὐτουργία
a working on oneself

ShortDef

a working on oneself

Debugging

Headword:
αὐτουργία
Headword (normalized):
αὐτουργία
Headword (normalized/stripped):
αυτουργια
IDX:
15662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15663
Key:

Data

{'content': 'a working on oneself'}