Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐτοτριάς
αὐτοτρίγωνον
αὐτοτροπήσας
αὐτότυπος
αὐτοῦ
αὐτοϋγίεια
αὐτουδέτερος
αὐτοΰδωρ
αὐτουργέω
αὐτούργημα
αὐτούργητος
αὐτουργία
αὐτουργικός
αὐτουργός
αὐτοφάγος
αὐτοφανής
αὐτόφι
αὐτοφίλαυτος
αὐτόφλοιος
αὐτοφόνευτος
Αὐτόφονος
View word page
αὐτούργητος
self-wrought, rudely wrought

ShortDef

self-wrought, rudely wrought

Debugging

Headword:
αὐτούργητος
Headword (normalized):
αὐτούργητος
Headword (normalized/stripped):
αυτουργητος
IDX:
15661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15662
Key:

Data

{'content': 'self-wrought, rudely wrought'}