Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αὐτοτράπεζος
αὐτοτριάς
αὐτοτρίγωνον
αὐτοτροπήσας
αὐτότυπος
αὐτοῦ
αὐτοϋγίεια
αὐτουδέτερος
αὐτοΰδωρ
αὐτουργέω
αὐτούργημα
αὐτούργητος
αὐτουργία
αὐτουργικός
αὐτουργός
αὐτοφάγος
αὐτοφανής
αὐτόφι
αὐτοφίλαυτος
αὐτόφλοιος
αὐτοφόνευτος
View word page
αὐτούργημα
a piece of one's own work
ShortDef
a piece of one's own work
Debugging
Headword:
αὐτούργημα
Headword (normalized):
αὐτούργημα
Headword (normalized/stripped):
αυτουργημα
IDX:
15660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15661
Key:
Data
{'content': "a piece of one's own work"}