Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐτοτραγικός
αὐτοτράπεζος
αὐτοτριάς
αὐτοτρίγωνον
αὐτοτροπήσας
αὐτότυπος
αὐτοῦ
αὐτοϋγίεια
αὐτουδέτερος
αὐτοΰδωρ
αὐτουργέω
αὐτούργημα
αὐτούργητος
αὐτουργία
αὐτουργικός
αὐτουργός
αὐτοφάγος
αὐτοφανής
αὐτόφι
αὐτοφίλαυτος
αὐτόφλοιος
View word page
αὐτουργέω
to work with one's own hand

ShortDef

to work with one's own hand

Debugging

Headword:
αὐτουργέω
Headword (normalized):
αὐτουργέω
Headword (normalized/stripped):
αυτουργεω
IDX:
15659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15660
Key:

Data

{'content': "to work with one's own hand"}