Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐτότμητος
αὐτότοκος
αὐτοτραγικός
αὐτοτράπεζος
αὐτοτριάς
αὐτοτρίγωνον
αὐτοτροπήσας
αὐτότυπος
αὐτοῦ
αὐτοϋγίεια
αὐτουδέτερος
αὐτοΰδωρ
αὐτουργέω
αὐτούργημα
αὐτούργητος
αὐτουργία
αὐτουργικός
αὐτουργός
αὐτοφάγος
αὐτοφανής
αὐτόφι
View word page
αὐτουδέτερος
absolutely neuter

ShortDef

absolutely neuter

Debugging

Headword:
αὐτουδέτερος
Headword (normalized):
αὐτουδέτερος
Headword (normalized/stripped):
αυτουδετερος
IDX:
15657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15658
Key:

Data

{'content': 'absolutely neuter'}