Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐτοτετράς
αὐτότεχνος
αὐτότης
αὐτότμητος
αὐτότοκος
αὐτοτραγικός
αὐτοτράπεζος
αὐτοτριάς
αὐτοτρίγωνον
αὐτοτροπήσας
αὐτότυπος
αὐτοῦ
αὐτοϋγίεια
αὐτουδέτερος
αὐτοΰδωρ
αὐτουργέω
αὐτούργημα
αὐτούργητος
αὐτουργία
αὐτουργικός
αὐτουργός
View word page
αὐτότυπος
self-inflicted

ShortDef

self-inflicted

Debugging

Headword:
αὐτότυπος
Headword (normalized):
αὐτότυπος
Headword (normalized/stripped):
αυτοτυπος
IDX:
15654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15655
Key:

Data

{'content': 'self-inflicted'}