Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αὐτοσχιδής
αὐτόσχολος
αὐτοσωκράτης
αὐτόσωμα
αὐτοσωφροσύνη
αὐτόταγος
αὐτόταχος
αὐτοτέλεια
αὐτοτέλειος
αὐτοτελειότης
αὐτοτέλεστος
αὐτοτελής
αὐτοτετράς
αὐτότεχνος
αὐτότης
αὐτότμητος
αὐτότοκος
αὐτοτραγικός
αὐτοτράπεζος
αὐτοτριάς
αὐτοτρίγωνον
View word page
αὐτοτέλεστος
self-accomplished, spontaneous
ShortDef
self-accomplished, spontaneous
Debugging
Headword:
αὐτοτέλεστος
Headword (normalized):
αὐτοτέλεστος
Headword (normalized/stripped):
αυτοτελεστος
IDX:
15642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15643
Key:
Data
{'content': 'self-accomplished, spontaneous'}