Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αὐτοσκεύαστος
αὐτόσκευος
αὐτόσκωμμα
αὐτοσμικρόν
αὐτοσοφία
αὐτόσοφος
αὐτόσπορος
αὐτόσσυτος
αὐτοσταδίη
αὐτόστασις
αὐτοστατέω
αὐτόστατος
αὐτοστέριφος
αὐτόστοιχος
αὐτόστολος
αὐτόστονος
αὐτοστράτηγος
αὐτόστροφος
αὐτοσύμμετρος
αὐτοσύστατος
αὐτοσφαγής
View word page
αὐτοστατέω
to be independent, self-sufficient
ShortDef
to be independent, self-sufficient
Debugging
Headword:
αὐτοστατέω
Headword (normalized):
αὐτοστατέω
Headword (normalized/stripped):
αυτοστατεω
IDX:
15612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15613
Key:
Data
{'content': 'to be independent, self-sufficient'}