Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄζῃ
ἀζηλία
ἀζηλοπραγμόνως
ἄζηλος
ἀζηλοτύπητος
ἀζηλότυπος
ἀζήλωτος
ἀζήμιος
ἀζημίωτος
ἀζῆρις
ἀζήτητος
ἀζηχής
ἄζομαι
ἅζομαι
ἄζον
ἆζος
ἄζος
ἀζυγής
ἄζυγος
ἄζυμος
ἄζυξ
View word page
ἀζήτητος
unexamined, untried

ShortDef

unexamined, untried

Debugging

Headword:
ἀζήτητος
Headword (normalized):
ἀζήτητος
Headword (normalized/stripped):
αζητητος
IDX:
1560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1561
Key:

Data

{'content': 'unexamined, untried'}