Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αὐτοσανδαράκη
αὐτόσε
αὐτοσίδηρος
αὐτόσιτος
αὐτοσκαπανεύς
αὐτοσκεύαστος
αὐτόσκευος
αὐτόσκωμμα
αὐτοσμικρόν
αὐτοσοφία
αὐτόσοφος
αὐτόσπορος
αὐτόσσυτος
αὐτοσταδίη
αὐτόστασις
αὐτοστατέω
αὐτόστατος
αὐτοστέριφος
αὐτόστοιχος
αὐτόστολος
αὐτόστονος
View word page
αὐτόσοφος
of, with native mother-wit
ShortDef
of, with native mother-wit
Debugging
Headword:
αὐτόσοφος
Headword (normalized):
αὐτόσοφος
Headword (normalized/stripped):
αυτοσοφος
IDX:
15607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15608
Key:
Data
{'content': 'of, with native mother-wit'}