Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αὐτοπωλικός
αὐτορέγμων
αὐτορήτωρ
αὐτόροφος
αὐτόρρεκτος
αὐτόρριζος
αὐτορριφής
αὐτόρρυτος
αὐτόρυτος
αὑτός
αὐτός
αὐτοσανδαράκη
αὐτόσε
αὐτοσίδηρος
αὐτόσιτος
αὐτοσκαπανεύς
αὐτοσκεύαστος
αὐτόσκευος
αὐτόσκωμμα
αὐτοσμικρόν
αὐτοσοφία
View word page
αὐτός
unemph. 3rd pers.pronoun; -self; [the] same
ShortDef
unemph. 3rd pers.pronoun; -self; [the] same
Debugging
Headword:
αὐτός
Headword (normalized):
αὐτός
Headword (normalized/stripped):
αυτος
IDX:
15596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15597
Key:
Data
{'content': 'unemph. 3rd pers.pronoun; -self; [the] same'}