Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐτόπτης
αὐτοπτικός
αὔτοπτος
αὐτόπτυκτος
αὐτόπυρ
αὐτόπυρος
αὐτοπώλης
αὐτοπωλικός
αὐτορέγμων
αὐτορήτωρ
αὐτόροφος
αὐτόρρεκτος
αὐτόρριζος
αὐτορριφής
αὐτόρρυτος
αὐτόρυτος
αὑτός
αὐτός
αὐτοσανδαράκη
αὐτόσε
αὐτοσίδηρος
View word page
αὐτόροφος
self-covered, roofed

ShortDef

self-covered, roofed

Debugging

Headword:
αὐτόροφος
Headword (normalized):
αὐτόροφος
Headword (normalized/stripped):
αυτοροφος
IDX:
15589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15590
Key:

Data

{'content': 'self-covered, roofed'}