Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐτόπους
αὐτοπραγέω
αὐτοπραγία
αὐτόπρακτος
αὐτόπρεμνος
αὐτοπροαίρετος
αὐτοπροθύμως
αὐτοπρόσωπος
αὐτόπτερος
αὐτοπτέω
αὐτόπτης
αὐτοπτικός
αὔτοπτος
αὐτόπτυκτος
αὐτόπυρ
αὐτόπυρος
αὐτοπώλης
αὐτοπωλικός
αὐτορέγμων
αὐτορήτωρ
αὐτόροφος
View word page
αὐτόπτης
seeing oneself, an eyewitness

ShortDef

seeing oneself, an eyewitness

Debugging

Headword:
αὐτόπτης
Headword (normalized):
αὐτόπτης
Headword (normalized/stripped):
αυτοπτης
IDX:
15579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15580
Key:

Data

{'content': 'seeing oneself, an eyewitness'}