Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐτοπόνητος
αὐτόπορος
αὐτοποσόν
αὐτόπους
αὐτοπραγέω
αὐτοπραγία
αὐτόπρακτος
αὐτόπρεμνος
αὐτοπροαίρετος
αὐτοπροθύμως
αὐτοπρόσωπος
αὐτόπτερος
αὐτοπτέω
αὐτόπτης
αὐτοπτικός
αὔτοπτος
αὐτόπτυκτος
αὐτόπυρ
αὐτόπυρος
αὐτοπώλης
αὐτοπωλικός
View word page
αὐτοπρόσωπος
in one's own person, without a mask

ShortDef

in one's own person, without a mask

Debugging

Headword:
αὐτοπρόσωπος
Headword (normalized):
αὐτοπρόσωπος
Headword (normalized/stripped):
αυτοπροσωπος
IDX:
15576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15577
Key:

Data

{'content': "in one's own person, without a mask"}