Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αὐτοπολίτης
αὐτοπόνητος
αὐτόπορος
αὐτοποσόν
αὐτόπους
αὐτοπραγέω
αὐτοπραγία
αὐτόπρακτος
αὐτόπρεμνος
αὐτοπροαίρετος
αὐτοπροθύμως
αὐτοπρόσωπος
αὐτόπτερος
αὐτοπτέω
αὐτόπτης
αὐτοπτικός
αὔτοπτος
αὐτόπτυκτος
αὐτόπυρ
αὐτόπυρος
αὐτοπώλης
View word page
αὐτοπροθύμως
voluntarily
ShortDef
voluntarily
Debugging
Headword:
αὐτοπροθύμως
Headword (normalized):
αὐτοπροθύμως
Headword (normalized/stripped):
αυτοπροθυμως
IDX:
15575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15576
Key:
Data
{'content': 'voluntarily'}